-
1 λαλεω
1) (тж. λ. εἰς τὸν ἀέρα NT.) говорить зря, болтать, молоть языкомλαλεῖς ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Plat. — ты болтаешь пустяки, вместо того, чтобы ( точнее не желая) отвечать;
ἕπου καὴ μέ λάλει Arph. — следуй (за мной) и не болтай, т.е. без лишних разговоров2) говорить, владеть речью(λαλεῖ οὐδὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλέν ἀνθρώπου Arst.; ἐλάλησεν ὅ κωφός NT.)
ζωγραφία λαλοῦσα Plut. — (поэзия есть) говорящая живопись3) говорить, рассказывать, беседовать(τί τινι, τινι περί τινος Arph., τι πρός τινα, τι μετά τινος, εἴς τινα περί τινος, τινι NT.)
πρᾶγμα κατ΄ ἀγορὰν λαλούμενον Arph. — вещь, ставшая предметом различных толков;στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι NT. — побеседовать лично4) издавать нечленораздельные звуки, т.е. мычать, щебетать, стрекотать и т.п. (λαλοῦσι μὲν οἱ πίθηκοι, φράζουσι δὲ οὔ Plut.)5) издавать музыкальные звуки, играть(ἐν αὐλῷ Theocr.; διὰ σάλπιγγος Arst.)
6) изрекать, произносить(ῥήματα, βλασφημίας NT.)
7) возвещать -
2 λαλέω
A talk, chat, prattle,ἕπου καὶ μὴ λάλει Ar.Ec. 1058
, cf. V. 1135;ἡ μὲν χελιδὼν τὸ θέρος.. λαλεῖ Philem.208
;λαλεῖς.. ἀμελήσας ἀποκρίνασθαι Pl.Euthd. 287d
: c. dat., talk to one,λαλῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς σεαυτῷ Ar.Eq. 348
;αὑτοῖς Philem.11
;πρὸς αὑτούς Alex.9.10
;λ. περί τινος Pherecr.2
, Ar.Lys. 627;ὑπέρ τινος Posidipp.26.3
; opp. λέγω, λαλεῖνἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Eup.95
; λαλῶν μὲν.., λέγων δέ .. D.21.118 (s.v.l.);λαλεῖν τι ἡμῖν ὅπως ἂν ἡμᾶς ὕπνος λάβῃ Thphr.Char.7.10
: hence,b generally, talk, speak, S.Ph. 110 (v.l.for λακεῖν); καινὴν διάλεκτον λ. Antiph.171
;Ἀττικιστὶ λ. Alex.195.4
. c. metaph., ζωγραφία λαλοῦσα (of poetry), opp. ποίησις σιωπῶσα (of painting), Simon. ap.Plu.2.346f.2 talk of, τινα Alciphr.Fr.5.2;ἀλλήλαις λαλέουσι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Theoc.27.58
;ἅμαξαν Stoic.2.92
:—[voice] Pass.,πρᾶγμα κατ' ἀγορὰν λαλούμενον Ar.Th. 578
.3 in later writers, = λέγω, speak, : freq. in LXX, Ge.12.4, al.;βασιλέως ἐναντίον Ezek.Exag. 118
;πρός τινα Act.Ap.3.22
, cf. Luc.Vit.Auct.3, etc.;περὶ τῆς λέξεως Phld.Po.5.32
, cf. Rh.1.189 S., al.; χειρσὶν ἅπαντα λαλήσας, of a pantomime, IG14.2124: abs.,εἴ τι μὴ λίθος, τοὔργον, ἐρεῖς, λαλήσει Herod.4.33
, cf. 6.61;ἐλάλησεν ὁ κωφός Ev.Matt.9.33
:—[voice] Pass., λαληθήσεταί σοι ὅ τι σε δεῖ ποιεῖν it shall be told thee.., Act.Ap.9.6.II chatter, opp. articulate speech, as of locusts, chirp, Theoc.5.34; μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ (sc. εἰμί), a very grasshopper to chirp at midday, Aristopho 10.6;ἀνθρωπίνως λ. Strato Com.1.46
.III of musical sounds,αὐλῷ λαλέω Theoc.20.29
; of trees, v.supr.1.2;δι'[αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος] λ. Arist. Aud. 801a29
; of Echo, D.C.74.14: also c.acc. cogn., μάγαδιν λαλεῖν sound the μάγαδις, Anaxandr.35.
См. также в других словарях:
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek